- περίξεστρο
- το, Νειδικό ξέστρο με το οποίο εξομαλύνονται κυκλοτερείς επιφάνειες αντικειμένων, αλλ. περιξεστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιξέω + επίθημα -τρο (πρβλ. στέγασ-τρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιξεστήρας — ο, Ν το περίξεστρο … Dictionary of Greek